«Η σειρά μου να ιδώ τη φιγούρα της μητέρας μου στο μικρό παράθυρο της κουζίνας, καθώς το φορτηγό του Πούλου έστριβε και χανόταν από τα μάτια του χωριού. Χωμένος σε κάτι τσουβάλια, στην κορυφή της ανοιχτής καρότσας, με τα λιγοστά πράγματά μου παραδίπλα, άφηνα τους δικούς μου και το χωριό όπου γεννήθηκα με χαρά. Επιτέλους, θα γνωριζα κι εγώ την Αθήνα.
Τυχερέ! μου λέγανε τα φιλαράκια μου το τελευταίο βράδυ, καθώς το κουβεντιάζαμε σ\' εκείνο το παλιό φυλάκιο, το κάστρο μας.
Και να μας γράφεις κάνα γράμμα, ρε!
Αποβραδίς η μητέρα με είχε ετοιμάσει: να με πλύνει, να μου ξεχωρίσει τι ρούχα θα φορέσω στο ταξίδι, μερικά ακόμα καθαρά ρούχα για την Αθήνα όλα καμωμένα από την ίδια, όλα σ\' έναν ντορβά. Και σ\' ένα δεύτερο χυλοπίτες, τραχανά, τυρί φέτα, μυτζήθρα, καρύδια για τους Αθηναίους. Και ξεχωριστά, σ\' ένα φακιόλι, λίγα φαγώσιμα κι ένα παγούρι νερό για μένα, για το ταξίδι.
Να σαι φρόνιμος, μη σε στείλουν πίσω!»
Στην Αθήνα της δεκαετίας του 50 μεταφέρει τον Δημήτρη Κούκο, το μικρό ήρωα του αφηγήματός του Τώρα θα δεις... ο Δημήτρης Γκιώνης.
Και πάλι μια σειρά από εικόνες γεμάτες τρυφερότητα και χιούμορ μέσα από τα μάτια ενός χωριατόπουλου, που αφυπνίζεται σιγά σιγά σε μια Αθήνα που απλώνεται -και αλώνεται- για να χωρέσει αυτούς που εγκαταλείπουν την επαρχία για να μοιραστούν μεταξύ πρωτεύουσας και ξενιτιάς.
Σημείωση: Εδώ συζητάμε γενικά για το βιβλίο, δεν είναι ο χώρος τής βαθμολόγησης ή της κριτικής μας για το βιβλίο.
Η σύνδεση με το λογαριασμό σας στο Facebook είναι ασφαλής. Θα σας ζητηθεί να εξουσιοδοτήσετε το Bookia. Η εξουσιοδότηση που θα δώσετε στο Bookia θα χρησιμοποιηθεί μόνον για την παροχή των υπηρεσιών προσωπικά σε εσάς και πάντα με τη δική σας άδεια.